συμπεριφέρομαι

συμπεριφέρομαι
(αόρ. συμπεριφέρθηκα) относиться; обходиться, обращаться; вести себя;

μου συμπεριφέρθηκεκαλά — он отнёсся ко мне хорошо;

συμπεριφέρομαι ως φίλος (εχθρός) — обходиться как с другом (врагом);

μάθε να συμπεριφέρεσαι — научись вести себя


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συμπεριφέρομαι" в других словарях:

  • συμπεριφέρομαι — συμπεριφέρομαι, συμπεριφέρθηκα βλ. πίν. 218 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμπεριφέρομαι — ΝΑ βλ. συμπεριφέρω …   Dictionary of Greek

  • συμπεριφέρομαι — συμπεριφέρθηκα, δείχνω διαγωγή: Συμπεριφέρθηκε με ευγένεια στους επισκέπτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπεριφέρομαι — συμπεριφέρω carry round along with pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαϊδουρίζω — συμπεριφέρομαι σαν γαϊδούρι, αδιάκριτα, αδιάντροπα …   Dictionary of Greek

  • γαϊδουροφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν γαϊδούρι, με απρέπεια και βαναυσότητα …   Dictionary of Greek

  • δασκαλοφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν σχολαστικός δάσκαλος …   Dictionary of Greek

  • κακοφέρνομαι — συμπεριφέρομαι άσχημα, απότομα και υβριστικά σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • παιδιαρίζω — συμπεριφέρομαι σαν παιδί, παιδιακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί κατά τα ρ. σε (αρ)ίζω (πρβλ. σαλιαρίζω, σαχλαμαρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • γαϊδουρίζω — συμπεριφέρομαι σαν γάιδαρος, είμαι χυδαίος, αγενής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεροντοφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν γέρος: Ο πατέρας μου άρχισε να γεροντοφέρνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»